νεοσφάξ

νεοσφάξ
νεο-σφάξ, άγος, , ,
A newly slaughtered, Nic.Fr. 68.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεοσφάξ — νεοσφάξ, ό και ἡ (Α) νεοσφαγής·. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεο(ο) * + *σφαξ (< σφάζω), πρβλ. δια σφάξ] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”